θρίδαξ

θρίδαξ
θρίδαξ
lettuce
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… …   Dictionary of Greek

  • θριδάκων — θρίδαξ lettuce fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακα — θρίδαξ lettuce fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακας — θρίδαξ lettuce fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακες — θρίδαξ lettuce fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακι — θρίδαξ lettuce fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδακος — θρίδαξ lettuce fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδαξι — θρίδαξ lettuce fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίδαξιν — θρίδαξ lettuce fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρόδαξ — θρόδαξ, ακος, ἡ (Α) θρίδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπρ. τ. αντί θρίδαξ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”